τεΐνη — η, Ν (βιοχ.) αλκαλοειδές ενεργό συστατικό τού φύλλου τού τεΐοδένδρου με σύσταση ταυτόσημη με εκείνην τής καφεΐνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. theine < νεολατ. theina < thea (βλ. λ. τέιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Πλάτων] … Dictionary of Greek
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
επαναστρέφω — (Α ἐπαναστρέφω) [στρέφω] (αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω νεοελλ. στρέφω κάτι προς τα πίσω, τό ξαναγυρίζω μσν. 1. (για ομιλία) επανέρχομαι 2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω αρχ. μσν. (για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση τής… … Dictionary of Greek
ξανθίνη — Νιτρογενής ουσία με χημικό τύπο C5H4O2N4. Βρίσκεται στο πάγκρεας, στους ιστούς των μυών και σε μικρότερες ποσότητες στην ουρίνη. Επίσης και στους χυμούς μερικών φυτών, οπότε ονομάζεται ανθοξανθίνη. Το χρώμα είναι άσπρο και όταν ξεραίνεται, αφήνει … Dictionary of Greek